- εντύβιον
- και έντυβον και ίντυβον, το, και ίντυβος, ο(σε όλους τους τύπους υπάρχει και γραφή με ι αντί υ)βοτ. το φυτό που ονομάζεται κν. αντίδι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
эндивий — вид салата . Вероятно, через нов. в. н. Endivie или ит. endivia – то же от ср. греч. ἐντύβιον из лат. intubus – то же, источник которого ищут в др. егип.; см. Вальде – Гофм. I, 712 и сл.; М. Любке 369; Андриотис 16; Маценауэр 152 … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
αντίδι — Φυτό ποώδες της οικογένειας των συνθέτων. Τα παράρριζά του σχηματίζουν σφαιρικό ρόδακα από το κέντρο του οποίου αναπτύσσεται ο ανθοφόρος βλαστός ύψους μέχρι 1 μ., με άνθη κυανά ή λευκά. Κατάγεται από τη μεσογειακή ζώνη, ή ίσως και από την Ινδία,… … Dictionary of Greek